ἀμετάπταιστος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)meta/ptaistos
|Beta Code=a)meta/ptaistos
|Definition=ον, [[infallible]], πρόρρησις Gal.17(1).863.
|Definition=ον, [[infallible]], πρόρρησις Gal.17(1).863.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[infalible]] χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάπταιστος''': -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς [[πταῖσμα]], [[ἀναμάρτητος]], Γαλην.
|lstext='''ἀμετάπταιστος''': -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς [[πταῖσμα]], [[ἀναμάρτητος]], Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[infalible]] χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμετάπταιστος]], -ον (Α) [<i>μεταπταίω</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να φταίξει, να σφάλει<br /><b>2.</b> [[αμετάβλητος]], [[σταθερός]].
|mltxt=[[ἀμετάπταιστος]], -ον (Α) [<i>μεταπταίω</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να φταίξει, να σφάλει<br /><b>2.</b> [[αμετάβλητος]], [[σταθερός]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάπταιστος Medium diacritics: ἀμετάπταιστος Low diacritics: αμετάπταιστος Capitals: ΑΜΕΤΑΠΤΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ametáptaistos Transliteration B: ametaptaistos Transliteration C: ametaptaistos Beta Code: a)meta/ptaistos

English (LSJ)

ον, infallible, πρόρρησις Gal.17(1).863.

Spanish (DGE)

-ον
infalible χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863.

German (Pape)

[Seite 122] dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάπταιστος: -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς πταῖσμα, ἀναμάρτητος, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀμετάπταιστος, -ον (Α) [μεταπταίω]
1. αυτός που δεν μπορεί να φταίξει, να σφάλει
2. αμετάβλητος, σταθερός.