ἀναπαίτητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)napai/thtos | |Beta Code=a)napai/thtos | ||
|Definition=ον, [[not reclaimable]], χρήματα Ἀρχ.Δελτ. <span class="bibl">6.100</span> (Methymna, ii B. C.). | |Definition=ον, [[not reclaimable]], χρήματα Ἀρχ.Δελτ. <span class="bibl">6.100</span> (Methymna, ii B. C.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser reclamado]] χρήματα <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.(2).116.17 (Metimna II a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπαίτητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221. | |lstext='''ἀναπαίτητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπαίτητος]], -ον) [[ἀπαιτῶ]]<br />αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί [[κανείς]], [[αζήτητος]], [[αγύρευτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπαίτητος]], -ον) [[ἀπαιτῶ]]<br />αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί [[κανείς]], [[αζήτητος]], [[αγύρευτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not reclaimable, χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser reclamado χρήματα IG 12.Suppl.(2).116.17 (Metimna II a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαίτητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπαίτητος, -ον) ἀπαιτῶ
αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος.