ἀναπαίτητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)napai/thtos
|Beta Code=a)napai/thtos
|Definition=ον, [[not reclaimable]], χρήματα Ἀρχ.Δελτ. <span class="bibl">6.100</span> (Methymna, ii B. C.).
|Definition=ον, [[not reclaimable]], χρήματα Ἀρχ.Δελτ. <span class="bibl">6.100</span> (Methymna, ii B. C.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser reclamado]] χρήματα <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.(2).116.17 (Metimna II a.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπαίτητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.
|lstext='''ἀναπαίτητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser reclamado]] χρήματα <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.(2).116.17 (Metimna II a.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπαίτητος]], -ον) [[ἀπαιτῶ]]<br />αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί [[κανείς]], [[αζήτητος]], [[αγύρευτος]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπαίτητος]], -ον) [[ἀπαιτῶ]]<br />αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί [[κανείς]], [[αζήτητος]], [[αγύρευτος]].
}}
}}

Revision as of 13:08, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαίτητος Medium diacritics: ἀναπαίτητος Low diacritics: αναπαίτητος Capitals: ΑΝΑΠΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anapaítētos Transliteration B: anapaitētos Transliteration C: anapaititos Beta Code: a)napai/thtos

English (LSJ)

ον, not reclaimable, χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.).

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser reclamado χρήματα IG 12.Suppl.(2).116.17 (Metimna II a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαίτητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπαίτητος, -ον) ἀπαιτῶ
αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος.