ἀποβύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apovyo
|Transliteration C=apovyo
|Beta Code=a)pobu/w
|Beta Code=a)pobu/w
|Definition=[ῡ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stop up]], AB426.</span>
|Definition=[ῡ], [[stop up]], AB426.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[obstruir]], [[tapar]] ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Clem.Al.<i>Prot</i>.10.89.2, cf. <i>AB</i> 426.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβύω''': μέλλ. -ύσω [ῡ], ἀποφράττω, ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. 73. 19: - μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημασ.), ἀποβύσεταί σοι... τὰ ῥήματα Ἀριστοφ. (Ἀοσπ. 1. Δινδ.) ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk (Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1035): - Ἐπίθ. ἀπόβυστος, ον, κεκρυμμένος, [[κρυπτός]], οὐκ ἐν ἀποβύστῳ, οὐκ ἐν τῷ κρυπτῷ, Θεόδ. Στουδ. 251E.
|lstext='''ἀποβύω''': μέλλ. -ύσω [ῡ], ἀποφράττω, ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. 73. 19: - μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημασ.), ἀποβύσεταί σοι... τὰ ῥήματα Ἀριστοφ. (Ἀοσπ. 1. Δινδ.) ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk (Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1035): - Ἐπίθ. ἀπόβυστος, ον, κεκρυμμένος, [[κρυπτός]], οὐκ ἐν ἀποβύστῳ, οὐκ ἐν τῷ κρυπτῷ, Θεόδ. Στουδ. 251E.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[obstruir]], [[tapar]] ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Clem.Al.<i>Prot</i>.10.89.2, cf. <i>AB</i> 426.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποβύω]] (Α) [[βύω]]<br />[[φράζω]], [[κλείνω]] ερμητικά.
|mltxt=[[ἀποβύω]] (Α) [[βύω]]<br />[[φράζω]], [[κλείνω]] ερμητικά.
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβύω Medium diacritics: ἀποβύω Low diacritics: αποβύω Capitals: ΑΠΟΒΥΩ
Transliteration A: apobýō Transliteration B: apobyō Transliteration C: apovyo Beta Code: a)pobu/w

English (LSJ)

[ῡ], stop up, AB426.

Spanish (DGE)

obstruir, tapar ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Clem.Al.Prot.10.89.2, cf. AB 426.

German (Pape)

[Seite 298] (s. βύω), gänzlich verstopfen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβύω: μέλλ. -ύσω [ῡ], ἀποφράττω, ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. 73. 19: - μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημασ.), ἀποβύσεταί σοι... τὰ ῥήματα Ἀριστοφ. (Ἀοσπ. 1. Δινδ.) ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk (Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1035): - Ἐπίθ. ἀπόβυστος, ον, κεκρυμμένος, κρυπτός, οὐκ ἐν ἀποβύστῳ, οὐκ ἐν τῷ κρυπτῷ, Θεόδ. Στουδ. 251E.

Greek Monolingual

ἀποβύω (Α) βύω
φράζω, κλείνω ερμητικά.