ἐκπίεσμα: Difference between revisions
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)kpi/esma | |Beta Code=e)kpi/esma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is squeezed out]], [[juice]], Dsc.1.52, Archig. ap. Gal.12.551. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> false form for [[ἐμπίεσμα]] ([[quod vide|q.v.]]), Gal.19.432, 14.782.</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is squeezed out]], [[juice]], Dsc.1.52, Archig. ap. Gal.12.551. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> false form for [[ἐμπίεσμα]] ([[quod vide|q.v.]]), Gal.19.432, 14.782.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[prensada]] τὸ δ' αὐτὸ ποίει καὶ ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἐκπιέσματος καὶ τοῦ τρίτου en la elaboración de un perfume, Dsc.1.52.4<br /><b class="num">•</b>[[compresión]], <i>Cyran</i>.1.23.10.<br /><b class="num">2</b> [[machacadura]] τὰ ἐκπιέσματα τῆς σταφυλῆς orujo</i>, hollejo de la uva</i> una vez exprimida, Ath.56d, τῶν βοτρύων Phryn.385, cf. Hsch.σ 1737<br /><b class="num">•</b>[[jugo]] δαφνίδων ἐ. μετ' ὄξους Archig. en Gal.12.551.<br /><b class="num">3</b> medic. [[aplastamiento]], [[fractura]] de un hueso de la cabeza que hace presión sobre las meninges, Gal.19.432, cf. 14.782. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπίεσμα''': τό, τὸ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέον ὑγρόν, δαφνίδων [[ἐκπίεσμα]] Γαλην. π. Συνθ. Φαρμ. Βʹ τ. 13, σ. 371, 372, 375, ἔκδ. Chart., τὸ μένον μετὰ τὴν ἐκπίεσιν, Διοσκ. 4. 160, Ἀθήν. 56D. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. σ. 261, 20. | |lstext='''ἐκπίεσμα''': τό, τὸ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέον ὑγρόν, δαφνίδων [[ἐκπίεσμα]] Γαλην. π. Συνθ. Φαρμ. Βʹ τ. 13, σ. 371, 372, 375, ἔκδ. Chart., τὸ μένον μετὰ τὴν ἐκπίεσιν, Διοσκ. 4. 160, Ἀθήν. 56D. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. σ. 261, 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπίεσμα]], το (AM)<br />το [[υγρό]], ο [[χυμός]] που λαμβάνεται με [[εκπίεση]]. | |mltxt=[[ἐκπίεσμα]], το (AM)<br />το [[υγρό]], ο [[χυμός]] που λαμβάνεται με [[εκπίεση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is squeezed out, juice, Dsc.1.52, Archig. ap. Gal.12.551. II false form for ἐμπίεσμα (q.v.), Gal.19.432, 14.782.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 prensada τὸ δ' αὐτὸ ποίει καὶ ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἐκπιέσματος καὶ τοῦ τρίτου en la elaboración de un perfume, Dsc.1.52.4
•compresión, Cyran.1.23.10.
2 machacadura τὰ ἐκπιέσματα τῆς σταφυλῆς orujo, hollejo de la uva una vez exprimida, Ath.56d, τῶν βοτρύων Phryn.385, cf. Hsch.σ 1737
•jugo δαφνίδων ἐ. μετ' ὄξους Archig. en Gal.12.551.
3 medic. aplastamiento, fractura de un hueso de la cabeza que hace presión sobre las meninges, Gal.19.432, cf. 14.782.
German (Pape)
[Seite 772] τό, bei Hesych. auch ἐκπίασμα, das Ausgedrückte, Ausgepreßte, Ath. II, 56 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπίεσμα: τό, τὸ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέον ὑγρόν, δαφνίδων ἐκπίεσμα Γαλην. π. Συνθ. Φαρμ. Βʹ τ. 13, σ. 371, 372, 375, ἔκδ. Chart., τὸ μένον μετὰ τὴν ἐκπίεσιν, Διοσκ. 4. 160, Ἀθήν. 56D. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. σ. 261, 20.
Greek Monolingual
ἐκπίεσμα, το (AM)
το υγρό, ο χυμός που λαμβάνεται με εκπίεση.