ἐμπρηστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)mprhsth/s | |Beta Code=e)mprhsth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, [[one that burns]], Aq.<span class="title">De.</span>8.15; [[incendiary]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>165</span>. | |Definition=οῦ, ὁ, [[one that burns]], Aq.<span class="title">De.</span>8.15; [[incendiary]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>165</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">1</b> [[incandescente]], [[abrasador]]como interpr. de ‘[[serafín]]’, Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A<br /><b class="num">•</b>dud. [[que produce una inflamación mortal]] ὄφις Aq.<i>De</i>.8.15 (dud.).<br /><b class="num">2</b> [[incendiario]] Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπρηστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καίων, πυρπολῶν, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 231, Ἀκύλ. Π. Δ. (Δευτ. Η΄, 15). | |lstext='''ἐμπρηστής''': -οῦ, ὁ, ὁ καίων, πυρπολῶν, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 231, Ἀκύλ. Π. Δ. (Δευτ. Η΄, 15). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἐμπρηστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βάζει [[φωτιά]] για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος<br /><b>2.</b> αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα [[πάθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει [[φωτιά]]. | |mltxt=ο (Α [[ἐμπρηστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βάζει [[φωτιά]] για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος<br /><b>2.</b> αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα [[πάθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει [[φωτιά]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one that burns, Aq.De.8.15; incendiary, Ptol.Tetr.165.
Spanish (DGE)
-οῦ
1 incandescente, abrasadorcomo interpr. de ‘serafín’, Dion.Ar.CH 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A
•dud. que produce una inflamación mortal ὄφις Aq.De.8.15 (dud.).
2 incendiario Ptol.Tetr.3.14.32.
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, der Anzünder, Brandstifter, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρηστής: -οῦ, ὁ, ὁ καίων, πυρπολῶν, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 231, Ἀκύλ. Π. Δ. (Δευτ. Η΄, 15).
Greek Monolingual
ο (Α ἐμπρηστής)
νεοελλ.
1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος
2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη
αρχ.
αυτός που βάζει φωτιά.