καταβείομεν: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de</i> [[καταβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβείομεν''': Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | |lstext='''καταβείομεν''': Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:23, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβείομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ καταβαίνω.
Greek Monotonic
καταβείομεν: Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο, αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.
Russian (Dvoretsky)
καταβείομεν: эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к καταβαίνω.