ξεινίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ceini/zw
|Beta Code=ceini/zw
|Definition=[[ξεινίη]], [[ξεινικός]], [[ξείνιον]], [[ξείνιος]], v. [[ξενίζω]].
|Definition=[[ξεινίη]], [[ξεινικός]], [[ξείνιον]], [[ξείνιος]], v. [[ξενίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ξενίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξεινίζω''': ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
|lstext='''ξεινίζω''': ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ξενίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:46, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεινίζω Medium diacritics: ξεινίζω Low diacritics: ξεινίζω Capitals: ΞΕΙΝΙΖΩ
Transliteration A: xeinízō Transliteration B: xeinizō Transliteration C: kseinizo Beta Code: ceini/zw

English (LSJ)

ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, v. ξενίζω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ξενίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.

Greek Monolingual

ξεινίζω (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω.

Greek Monotonic

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιος, Ιων. αντί ξεν-.