περιδώμεθον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(nl)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>ao.2 duel de</i> [[περιδίδομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδώμεθον''': ἴδε ἐν λ. [[περιδίδωμι]].
|lstext='''περιδώμεθον''': ἴδε ἐν λ. [[περιδίδωμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 duel de</i> [[περιδίδομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:05, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

ao.2 duel de περιδίδομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιδώμεθον: ἴδε ἐν λ. περιδίδωμι.

English (Autenrieth)

see περιδίδωμι.

Greek Monotonic

περιδώμεθον: αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

περιδώμεθον: эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к περιδίδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδώμεθον ep. conj. aor. med. 1 plur. van περιδίδομαι.