περιδώμεθον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(3b)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>ao.2 duel de</i> [[περιδίδομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιδώμεθον ep. conj. aor. med. 1 plur. van περιδίδομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδώμεθον:''' эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к [[περιδίδομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδώμεθον''': ἴδε ἐν λ. [[περιδίδωμι]].
|lstext='''περιδώμεθον''': ἴδε ἐν λ. [[περιδίδωμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 duel de</i> [[περιδίδομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 10: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδώμεθον:''' αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του [[περιδίδωμι]].
|lsmtext='''περιδώμεθον:''' αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του [[περιδίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιδώμεθον:''' эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к [[περιδίδομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ao.2 duel de περιδίδομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδώμεθον ep. conj. aor. med. 1 plur. van περιδίδομαι.

Russian (Dvoretsky)

περιδώμεθον: эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к περιδίδομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιδώμεθον: ἴδε ἐν λ. περιδίδωμι.

English (Autenrieth)

see περιδίδωμι.

Greek Monotonic

περιδώμεθον: αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.