δικαιεῦν: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>inf. prés. ion. de</i> [[δικαιόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκαιεῦν:''' v. l. [[δικαιοῦν]] Her. inf. к [[δικαιόω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιεῦν''': Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. [[δικαιόω]], Ἡρόδ.
|lstext='''δῐκαιεῦν''': Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. [[δικαιόω]], Ἡρόδ.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=<i>inf. prés. ion. de</i> [[δικαιόω]].
|lsmtext='''δῐκαιεῦν:''' Ιων. αντί <i>δικαιοῦν</i>, απαρ. του [[δικαιόω]] — δικαιεῦσι, γʹ πληθ.
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ion. de δικαιόω.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιεῦν: v. l. δικαιοῦν Her. inf. к δικαιόω.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιεῦν: Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. δικαιόω, Ἡρόδ.

Greek Monotonic

δῐκαιεῦν: Ιων. αντί δικαιοῦν, απαρ. του δικαιόω — δικαιεῦσι, γʹ πληθ.