θέρμα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] τό, = [[θέρμη]], Wärme, Men.; vgl. aber Lob. zu Phryn. p. 331. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] τό, = [[θέρμη]], Wärme, Men.; vgl. aber Lob. zu Phryn. p. 331. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θέρμα:''' ατος τό Plat. = [[θέρμη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θέρμα]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) η [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. ονομ. του [[θέρμη]]. Απαντά και αιτ. <i>θέρμᾰν</i>].<br /><b>(II)</b><br />τα<br />θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη ονομαστ. πληθ. ουδ. (<i>θερμά</i>) του επιθ. [[θερμός]] με αναβιβασμό του τόνου]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[θέρμα]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) η [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. ονομ. του [[θέρμη]]. Απαντά και αιτ. <i>θέρμᾰν</i>].<br /><b>(II)</b><br />τα<br />θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη ονομαστ. πληθ. ουδ. (<i>θερμά</i>) του επιθ. [[θερμός]] με αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
θέρμᾰν, alternative nom. and acc. sg. forms for θέρμη, θέρμην, Men.Georg.51, Ar.Fr.690, dub. in Pl.Tht.178c (θερμά codd., but Tim.Lex. and Phryn. perhaps read θέρμη). II pl. θέρματα, v. θρέμμα.
German (Pape)
[Seite 1201] τό, = θέρμη, Wärme, Men.; vgl. aber Lob. zu Phryn. p. 331.
Russian (Dvoretsky)
θέρμα: ατος τό Plat. = θέρμη.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμα: τό, = θέρμη, Πλάτ. Θεαιτ. 178C, Μένανδ. ἐν «Γεωργῷ» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66α.
Greek Monolingual
(I)
θέρμα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. του θέρμη. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν].
(II)
τα
θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη ονομαστ. πληθ. ουδ. (θερμά) του επιθ. θερμός με αναβιβασμό του τόνου].