καταρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(19)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] ion. = [[καταράομαι]], Her., z. B. 4, 184.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] ion. = [[καταράομαι]], Her., z. B. 4, 184.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[καταράομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾱρέομαι:''' ион. = [[καταράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾱρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[καταράομαι]], Ἡρόδ. 2. 39.
|lstext='''κατᾱρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[καταράομαι]], Ἡρόδ. 2. 39.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[καταράομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρέομαι]] (Α)<br />ιων. τ. του [[καταρώμαι]].
|mltxt=[[καταρέομαι]] (Α)<br />ιων. τ. του [[καταρώμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατᾱρέομαι:''' Ιων. αντί [[καταράομαι]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καταράομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατᾱρέομαι: ион. = καταράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.

Greek Monolingual

καταρέομαι (Α)
ιων. τ. του καταρώμαι.

Greek Monotonic

κατᾱρέομαι: Ιων. αντί καταράομαι, σε Ηρόδ.