καταρέομαι

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καταράομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατᾱρέομαι: ион. = καταράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.

Greek Monolingual

καταρέομαι (Α)
ιων. τ. του καταρώμαι.

Greek Monotonic

κατᾱρέομαι: Ιων. αντί καταράομαι, σε Ηρόδ.