καταβείομεν: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_6) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de</i> [[καταβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβείομεν:''' эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к [[καταβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβείομεν''': Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | |lstext='''καταβείομεν''': Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταβείομεν:''' Επικ. αντί <i>καταβῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]]· [[καταβήμεναι]], αντί <i>καταβῆναι</i>, απαρ. αορ. βʹ· [[καταβήσεο]], αντί <i>κατάβησαι</i>, Μέσ. προστ. αορ. αʹ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:41, 3 October 2022
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de καταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
καταβείομεν: эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβείομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ καταβαίνω.
Greek Monotonic
καταβείομεν: Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο, αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.