ναυμαχικός: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυμᾰχικός:''' относящийся к морским битвам, военно-морской Diod. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ναυμαχικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς ναυμαχίαν [[χρήσιμος]], Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 68. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυμαχικός]], -ή, -όν) [[ναύμαχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ναυμαχία]] ή σε ναυμάχους ή αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] σε [[ναυμαχία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 231] ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
ναυμᾰχικός: относящийся к морским битвам, военно-морской Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ναυμαχικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ναυμαχίαν χρήσιμος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 68.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ναυμαχικός, -ή, -όν) ναύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ναυμαχία ή σε ναυμάχους ή αυτός που είναι χρήσιμος σε ναυμαχία.