περικατάληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.
}}
{{elru
|elrutext='''περικατάληπτος:''' окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περικαταλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ανακαλύφθηκε.
|mltxt=-ον, Α [[περικαταλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ανακαλύφθηκε.
}}
{{elru
|elrutext='''περικατάληπτος:''' окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικατάληπτος Medium diacritics: περικατάληπτος Low diacritics: περικατάληπτος Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: perikatálēptos Transliteration B: perikatalēptos Transliteration C: perikataliptos Beta Code: perikata/lhptos

English (LSJ)

ον, A overtaken and surrounded, Philippid.24, D.S.2.50, etc.; by death, Phld.Mort.39. 2 detected, LXX 2 Ma.14.41, D.S.4.76, Theodor. ap. Stob.4.20.71.

German (Pape)

[Seite 579] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.

Russian (Dvoretsky)

περικατάληπτος: окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περικατάληπτος: -ον, καταληφθεὶς καὶ κυκλωθείς, Φιλιππίδης ἐν «Φιλευριπίδῃ» 3, Θεόδωρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34, Διόδ. 2. 50 κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α περικαταλαμβάνω
1. αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον
2. αυτός που ανακαλύφθηκε.