προὔκειτο: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[πρόκειμαι]].
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[πρόκειμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''προὔκειτο:''' (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к [[πρόκειμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προὔκειτο:''' προὐκινδύνευσε, αμτβ. του <i>προέκειτο</i>, <i>προ-εκινδύνευσε</i>.
|lsmtext='''προὔκειτο:''' προὐκινδύνευσε, αμτβ. του <i>προέκειτο</i>, <i>προ-εκινδύνευσε</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''προὔκειτο:''' (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к [[πρόκειμαι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

προὔκειτο: (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к πρόκειμαι.

Greek (Liddell-Scott)

προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.

Greek Monotonic

προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.