ἀνθυπάρχω: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthyparcho
|Transliteration C=anthyparcho
|Beta Code=a)nqupa/rxw
|Beta Code=a)nqupa/rxw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be set over against</b>, of <b class="b3">ἀντίστοιχα</b>, Stoic. ap. Plu.2.960b.</span>
|Definition=to [[be set over against]], of [[ἀντίστοιχα]], Stoic. ap. Plu.2.960b.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[oponerse a su vez]] τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυπάρχω:''' (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθυπάρχω''': ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, [[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β.
|lstext='''ἀνθυπάρχω''': ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, [[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[oponerse a su vez]] τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθυπάρχω]] (Α)<br />έχω αντίθετη ύπαρξη, [[αντίκειμαι]] (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («[[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).
|mltxt=[[ἀνθυπάρχω]] (Α)<br />έχω αντίθετη ύπαρξη, [[αντίκειμαι]] (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («[[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπάρχω Medium diacritics: ἀνθυπάρχω Low diacritics: ανθυπάρχω Capitals: ΑΝΘΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: anthypárchō Transliteration B: anthyparchō Transliteration C: anthyparcho Beta Code: a)nqupa/rxw

English (LSJ)

to be set over against, of ἀντίστοιχα, Stoic. ap. Plu.2.960b.

Spanish (DGE)

oponerse a su vez τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπάρχω: (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπάρχω: ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β.

Greek Monolingual

ἀνθυπάρχω (Α)
έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).