ἀνθυπάρχω: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthyparcho | |Transliteration C=anthyparcho | ||
|Beta Code=a)nqupa/rxw | |Beta Code=a)nqupa/rxw | ||
|Definition= | |Definition=to [[be set over against]], of [[ἀντίστοιχα]], Stoic. ap. Plu.2.960b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[oponerse a su vez]] τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c. | |dgtxt=[[oponerse a su vez]] τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθυπάρχω:''' (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.). | |elrutext='''ἀνθυπάρχω:''' (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνθυπάρχω''': ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, [[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθυπάρχω]] (Α)<br />έχω αντίθετη ύπαρξη, [[αντίκειμαι]] (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («[[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
to be set over against, of ἀντίστοιχα, Stoic. ap. Plu.2.960b.
Spanish (DGE)
oponerse a su vez τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπάρχω: (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπάρχω: ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β.
Greek Monolingual
ἀνθυπάρχω (Α)
έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).