δελφίνιος: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(CSV import) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο<br /><b>1.</b> ο [[επίδοξος]] [[διάδοχος]] του γαλλικού θρόνου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[επίδοξος]] [[διάδοχος]] ενός αξιωματούχου ή άλλου προσώπου [[υψηλά]] ισταμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου [[πρβλ]]. γαλλ. <i>Dauphin</i> «ο [[διάδοχος]]» (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>dauphin</i> «[[δελφίνι]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>delphinus</i>, <i>delphin</i>). Ο [[τίτλος]] υιοθετήθηκε από τους Γάλλους το 1349 όταν το Δελφινάτο, [[παλαιός]] [[γαλλικός]] [[νομός]], με [[έμβλημα]] το [[δελφίνι]], παραχωρήθηκε από τον Ουμβέρτο Β' στον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Βαλουά]. | |mltxt=<b>(II)</b><br />ο<br /><b>1.</b> ο [[επίδοξος]] [[διάδοχος]] του γαλλικού θρόνου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[επίδοξος]] [[διάδοχος]] ενός αξιωματούχου ή άλλου προσώπου [[υψηλά]] ισταμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου [[πρβλ]]. γαλλ. <i>Dauphin</i> «ο [[διάδοχος]]» (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>dauphin</i> «[[δελφίνι]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>delphinus</i>, <i>delphin</i>). Ο [[τίτλος]] υιοθετήθηκε από τους Γάλλους το 1349 όταν το Δελφινάτο, [[παλαιός]] [[γαλλικός]] [[νομός]], με [[έμβλημα]] το [[δελφίνι]], παραχωρήθηκε από τον Ουμβέρτο Β' στον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Βαλουά]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> [[procedente de delfín]], [[de delfín]] [[στέαρ]] <i>Cyran</i>.4.17.6.<br /><b class="num">II</b> bot. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> [[espuela de caballero]], [[Consolida ambigua]] (L.) P.W. Ball et Heywood, Ps.Dsc.3.73, <i>Gp</i>.20.2.2.<br /><b class="num">2</b> [[espuela]], [[Consolida pubescens]] (DC) Soó, Ps.Dsc.3.73. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 October 2022
Greek Monolingual
(II)
ο
1. ο επίδοξος διάδοχος του γαλλικού θρόνου
2. κάθε επίδοξος διάδοχος ενός αξιωματούχου ή άλλου προσώπου υψηλά ισταμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. Dauphin «ο διάδοχος» (< γαλλ. dauphin «δελφίνι» < λατ. delphinus, delphin). Ο τίτλος υιοθετήθηκε από τους Γάλλους το 1349 όταν το Δελφινάτο, παλαιός γαλλικός νομός, με έμβλημα το δελφίνι, παραχωρήθηκε από τον Ουμβέρτο Β' στον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Βαλουά].
Spanish (DGE)
-α, -ον
I procedente de delfín, de delfín στέαρ Cyran.4.17.6.
II bot. τὸ δ.
1 espuela de caballero, Consolida ambigua (L.) P.W. Ball et Heywood, Ps.Dsc.3.73, Gp.20.2.2.
2 espuela, Consolida pubescens (DC) Soó, Ps.Dsc.3.73.