γνάθων: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gna/qwn
|Beta Code=gna/qwn
|Definition=ωνος, ὁ, [[full-mouth]], pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, <span class="bibl">Longus4.16</span>:—also Γναθωνάριον, ibid.: Γναθωνίδης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>45</span>.
|Definition=ωνος, ὁ, [[full-mouth]], pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, <span class="bibl">Longus4.16</span>:—also Γναθωνάριον, ibid.: Γναθωνίδης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>45</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=αὔλημά τι ἢ [[ἀναφύσημα]] Phot.γ 161.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γνάθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ [[στόμα]]· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.
|lstext='''γνάθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ [[στόμα]]· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.
}}
{{DGE
|dgtxt=αὔλημά τι ἢ [[ἀναφύσημα]] Phot.γ 161.
}}
}}

Revision as of 15:46, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνάθων Medium diacritics: γνάθων Low diacritics: γνάθων Capitals: ΓΝΑΘΩΝ
Transliteration A: gnáthōn Transliteration B: gnathōn Transliteration C: gnathon Beta Code: gna/qwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, full-mouth, pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, Longus4.16:—also Γναθωνάριον, ibid.: Γναθωνίδης Luc.Tim.45.

Spanish (DGE)

αὔλημά τι ἢ ἀναφύσημα Phot.γ 161.

Greek (Liddell-Scott)

γνάθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων ἐξωγκωμένας παρειάς, ὁ ἔχων πλῆρες τὸ στόμα· παρὰ μεταγ. κωμ. ὡς κύριον ὄνομα παρασίτου, Πλούτ. 707Ε, Λόγγ. 4, 10 κ. ἀλλ., Ἀλκίφρ. 3, 34, Plaut., Terent., πρβλ. γνάθος.