διπλασιεπιδίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diplasiepidi/moiros
|Beta Code=diplasiepidi/moiros
|Definition=[δῐμ], ον, Gaud.Harm. 10, and [[διπλασιεπιδιμερής]], ές, Nicom.Ar.1.23, [[2⅔ times as great]]
|Definition=[δῐμ], ον, Gaud.Harm. 10, and [[διπλασιεπιδιμερής]], ές, Nicom.Ar.1.23, [[2⅔ times as great]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de proporción 2⅔]] δ. (λόγος), ὃν ἔχει ὁ κδ πρὸς τὸν θ Gaud.<i>Harm</i>.10.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διπλασιεπιδίμοιρος''': -ον, καὶ επιδιμερής, ές, κατὰ 2 ⅔ φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιδίτριτος, ον, κατὰ 2 ⅔ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίεκτος, ον, κατὰ 2 ⅙  μεγαλείτερος· - διπλασιεπίπεμπτος, ον, κατὰ 2 1/5 μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτέταρτος, ον, κατὰ 2 1/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτετραμερής, ές, καὶ διπλασιεπιτετράπεμπτος, ον, κατὰ 2 4/5 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτριμερής, ές, κατὰ 2 3/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπίτριτος, ον, κατὰ 2 1/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεφήμισυς, υ, κατὰ 2 ½ φορὰς μεγαλείτερος· - ἅπαντα [[ταῦτα]] ἐν Ἀρχ. Μουσικ.
|lstext='''διπλασιεπιδίμοιρος''': -ον, καὶ επιδιμερής, ές, κατὰ 2 ⅔ φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιδίτριτος, ον, κατὰ 2 ⅔ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίεκτος, ον, κατὰ 2 ⅙  μεγαλείτερος· - διπλασιεπίπεμπτος, ον, κατὰ 2 1/5 μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτέταρτος, ον, κατὰ 2 1/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτετραμερής, ές, καὶ διπλασιεπιτετράπεμπτος, ον, κατὰ 2 4/5 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτριμερής, ές, κατὰ 2 3/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπίτριτος, ον, κατὰ 2 1/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεφήμισυς, υ, κατὰ 2 ½ φορὰς μεγαλείτερος· - ἅπαντα [[ταῦτα]] ἐν Ἀρχ. Μουσικ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de proporción 2⅔]] δ. (λόγος), ὃν ἔχει ὁ κδ πρὸς τὸν θ Gaud.<i>Harm</i>.10.
}}
}}

Revision as of 16:01, 6 October 2022

English (LSJ)

[δῐμ], ον, Gaud.Harm. 10, and διπλασιεπιδιμερής, ές, Nicom.Ar.1.23, 2⅔ times as great

Spanish (DGE)

-ον
de proporción 2⅔ δ. (λόγος), ὃν ἔχει ὁ κδ πρὸς τὸν θ Gaud.Harm.10.

Greek (Liddell-Scott)

διπλασιεπιδίμοιρος: -ον, καὶ επιδιμερής, ές, κατὰ 2 ⅔ φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιδίτριτος, ον, κατὰ 2 ⅔ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίεκτος, ον, κατὰ 2 ⅙ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίπεμπτος, ον, κατὰ 2 1/5 μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτέταρτος, ον, κατὰ 2 1/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτετραμερής, ές, καὶ διπλασιεπιτετράπεμπτος, ον, κατὰ 2 4/5 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτριμερής, ές, κατὰ 2 3/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπίτριτος, ον, κατὰ 2 1/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεφήμισυς, υ, κατὰ 2 ½ φορὰς μεγαλείτερος· - ἅπαντα ταῦτα ἐν Ἀρχ. Μουσικ.