καταπλακών: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "shd. " to "should ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataplakon | |Transliteration C=kataplakon | ||
|Beta Code=kataplakw/n | |Beta Code=kataplakw/n | ||
|Definition=aor. 2 part. (v. [[ἀμπλακεῖν]]); the gloss of Hsch. (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) | |Definition=aor. 2 part. (v. [[ἀμπλακεῖν]]); the gloss of Hsch. (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) should be corrected thus: <b class="b3">καταπλακών· διαμαρτών</b>:—<b class="b3">καταπτακών· καταπτήξας</b>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπλακών''': ἀόρ. β΄ μετοχ., (ἴδε [[ἀμπλακεῖν]])·- ἡ [[λέξις]] τοῦ Ἡσυχίου ([[καταπλακών]], καταπτήξας, διαμαρτών), διορθωτέα οὕτω: [[καταπλακών]], διαμαρτών·- [[καταπτακών]], καταπτήξας. | |lstext='''καταπλακών''': ἀόρ. β΄ μετοχ., (ἴδε [[ἀμπλακεῖν]])·- ἡ [[λέξις]] τοῦ Ἡσυχίου ([[καταπλακών]], καταπτήξας, διαμαρτών), διορθωτέα οὕτω: [[καταπλακών]], διαμαρτών·- [[καταπτακών]], καταπτήξας. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 7 October 2022
English (LSJ)
aor. 2 part. (v. ἀμπλακεῖν); the gloss of Hsch. (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) should be corrected thus: καταπλακών· διαμαρτών:—καταπτακών· καταπτήξας.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλακών: ἀόρ. β΄ μετοχ., (ἴδε ἀμπλακεῖν)·- ἡ λέξις τοῦ Ἡσυχίου (καταπλακών, καταπτήξας, διαμαρτών), διορθωτέα οὕτω: καταπλακών, διαμαρτών·- καταπτακών, καταπτήξας.