Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυρώ: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ξυρῶ, -έω και -άω (Α) [[ξυρόν]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] με [[ξυράφι]], [[ξυρίζω]] (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», <b>Πλούτ.</b><br />β. «σὺ δ' [[εὐπρόσωπος]], λευκὸς ἐξυρημένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ξυρῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[ξυρίζω]] τον εαυτό μου, ξυρίζομαι<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν χρῷ»<br />(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ [[βαθιά]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῑς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη [[επιχείρηση]].
|mltxt=ξυρῶ, -έω και -άω (Α) [[ξυρόν]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] με [[ξυράφι]], [[ξυρίζω]] (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», <b>Πλούτ.</b><br />β. «σὺ δ' [[εὐπρόσωπος]], λευκὸς ἐξυρημένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ξυρῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[ξυρίζω]] τον εαυτό μου, ξυρίζομαι<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν χρῷ»<br />(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ [[βαθιά]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῖς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη [[επιχείρηση]].
}}
}}

Revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

ξυρῶ, -έω και -άω (Α) ξυρόν
1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ.
β. «σὺ δ' εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.)
2. μέσ. ξυρῶμαι, -άομαι
ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι
3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν χρῷ»
(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ βαθιά (Σοφ.)
β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῖς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη επιχείρηση.