δεύτε: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δεῡτε <b>επίρρ.</b> (AM)<br /><b>1.</b> εδώ, [[προς]] τα εδώ, [[εμπρός]]! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br />(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῦ» ΠΔ.<br />«δεῡτε... [[σήμερον]] τιμήσωμεν» εκκλ.)<br /><b>2.</b> ελάτε, προσέλθετε («δεῡτε [[ὀπίσω]] μου καί ποιήσω ὑμᾱς | |mltxt=δεῡτε <b>επίρρ.</b> (AM)<br /><b>1.</b> εδώ, [[προς]] τα εδώ, [[εμπρός]]! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», <b>Ευρ.</b> Μήδ.)<br />(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῦ» ΠΔ.<br />«δεῡτε... [[σήμερον]] τιμήσωμεν» εκκλ.)<br /><b>2.</b> ελάτε, προσέλθετε («δεῡτε [[ὀπίσω]] μου καί ποιήσω ὑμᾱς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ΚΔ. Ματθ. «δεῡτε λάβετε φῶς», εκκλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δεύρο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 13 October 2022
Greek Monolingual
δεῡτε επίρρ. (AM)
1. εδώ, προς τα εδώ, εμπρός! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», Ευρ. Μήδ.)
(με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῦ» ΠΔ.
«δεῡτε... σήμερον τιμήσωμεν» εκκλ.)
2. ελάτε, προσέλθετε («δεῡτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾱς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ΚΔ. Ματθ. «δεῡτε λάβετε φῶς», εκκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεύρο].