ὁλόκνημος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει όλη την [[κνήμη]] («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλόκνημοι<br />ὁλομελεῑς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κνημος</i>)].
|mltxt=[[ὁλόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει όλη την [[κνήμη]] («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλόκνημοι<br />ὁλομελεῖς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κνημος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:20, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκνημος Medium diacritics: ὁλόκνημος Low diacritics: ολόκνημος Capitals: ΟΛΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: holóknēmos Transliteration B: holoknēmos Transliteration C: oloknimos Beta Code: o(lo/knhmos

English (LSJ)

ον, with the whole shin, σκελὶς ὁ. a ham containing the whole leg, Pherecr.108.13.

German (Pape)

[Seite 325] mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόκνημος: -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς ὁλόκνημος, περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13.

Greek Monolingual

ὁλόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι
ὁλομελεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κνήμη (πρβλ. μονό-κνημος)].