θυροκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυροκοπῶ, -έω (Α) [[θυροκόπος]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για μέθυσο) [[χτυπώ]] τη [[θύρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] σαν να [[χτυπώ]] πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῑ», <b>Πλούτ.</b> β. «ὁ λιμὸς τὴν [[γαστέρα]] θυροκοπεῑ», Αλκίφρ.).
|mltxt=θυροκοπῶ, -έω (Α) [[θυροκόπος]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για μέθυσο) [[χτυπώ]] τη [[θύρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] σαν να [[χτυπώ]] πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῖ», <b>Πλούτ.</b> β. «ὁ λιμὸς τὴν [[γαστέρα]] θυροκοπεῖ», Αλκίφρ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

θυροκοπῶ, -έω (Α) θυροκόπος
1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα
2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῖ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῖ», Αλκίφρ.).