Ιεροσόλυμα: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ [[Ἱεροσόλυμα]] και [[Ἱερουσαλήμ]])<br />η [[πόλη]] Ιερουσαλήμ, «ἡ [[μητρόπολις]] τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα | |mltxt=τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ [[Ἱεροσόλυμα]] και [[Ἱερουσαλήμ]])<br />η [[πόλη]] Ιερουσαλήμ, «ἡ [[μητρόπολις]] τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῖτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», [[κατά]] τον <b>Στέφ. Βυζ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[Ἱερουσαλήμ]] (<span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>J</i><i>ě</i><i>r</i><i>ū</i><i>sh</i><i>ā</i><i>laim</i> («[[δημιουργία]] του Σαλέμ [τοπικής θεότητας]») συνδέθηκε παρετυμολογικά με το επίθ. [[ἱερός]], όπως μαρτυρεί η [[δασεία]], και [[κατόπιν]] πήρε την εξελληνισμένη [[μορφή]] [[Ιεροσόλυμα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ Ἱεροσόλυμα και Ἱερουσαλήμ)
η πόλη Ιερουσαλήμ, «ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῖτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», κατά τον Στέφ. Βυζ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Ἱερουσαλήμ (< εβρ. Jěrūshālaim («δημιουργία του Σαλέμ [τοπικής θεότητας]») συνδέθηκε παρετυμολογικά με το επίθ. ἱερός, όπως μαρτυρεί η δασεία, και κατόπιν πήρε την εξελληνισμένη μορφή Ιεροσόλυμα].