λωτώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λωτῶ, -έω (Α) [[λωτός]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]], [[θάλλω]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ζωναρά) [[παίζω]] αυλό<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λωτεῡσι δέ, [[πάχνη]], άνθεῑ ποιοῦσιν αἰσχρότητες».
|mltxt=λωτῶ, -έω (Α) [[λωτός]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]], [[θάλλω]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ζωναρά) [[παίζω]] αυλό<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λωτεῡσι δέ, [[πάχνη]], άνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες».
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 13 October 2022

Greek Monolingual

λωτῶ, -έω (Α) λωτός
1. ανοίγω, θάλλω
2. (κατά τον Ζωναρά) παίζω αυλό
3. (κατά τον Ησύχ.) «λωτεῡσι δέ, πάχνη, άνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες».