κεφαλαργώ: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
(20)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεφαλαργῶ, -έω (Α)<br />(μτγν<br />τ. [[αντί]] [[κεφαλαλγώ]]) [[προξενώ]] πονοκέφαλο σε κάποιον, [[ζαλίζω]] κάποιον («κεφαλαργεῑ<br />ἐνοχλεῑ λαλῶν», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλαργῶ</i>, με [[ανομοίωση]]].
|mltxt=κεφαλαργῶ, -έω (Α)<br />(μτγν<br />τ. [[αντί]] [[κεφαλαλγώ]]) [[προξενώ]] πονοκέφαλο σε κάποιον, [[ζαλίζω]] κάποιον («κεφαλαργεῖ<br />ἐνοχλεῖ λαλῶν», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλαργῶ</i>, με [[ανομοίωση]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

κεφαλαργῶ, -έω (Α)
(μτγν
τ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῖ
ἐνοχλεῖ λαλῶν», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση].