λυσιτελώ: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(23) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α λυσιτελῶ, -έω) [[λυσιτελής]]<br />[[αποβαίνω]] [[ωφέλιμος]], [[παρέχω]] [[κέρδος]] («οὔ φημ' ἂν | |mltxt=(Α λυσιτελῶ, -έω) [[λυσιτελής]]<br />[[αποβαίνω]] [[ωφέλιμος]], [[παρέχω]] [[κέρδος]] («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποζημιώνω]] για [[δαπάνη]] που έγινε ή [[πληρώνω]] τα οφειλόμενα<br /><b>2.</b> (συν. ως απρόσ.) <i>λυσιτελεῖ μοι</i><br />[[είναι]] καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει<br /><b>3.</b> (με κακή [[έννοια]]) [[συνωμοτώ]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ λυσιτελοῦν | ||
</i><br />[[ωφέλεια]], [[κέρδος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 13 October 2022
Greek Monolingual
(Α λυσιτελῶ, -έω) λυσιτελής
αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο]», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα
2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῖ μοι
είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει
3. (με κακή έννοια) συνωμοτώ
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λυσιτελοῦν
ωφέλεια, κέρδος.