τοιχωρυχώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(41) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τοιχωρυχῶ, -έω, ΝΑ [[τοιχωρύχος]]<br />[[είμαι]] τυχωρύχος («ὁ δὲ | |mltxt=τοιχωρυχῶ, -έω, ΝΑ [[τοιχωρύχος]]<br />[[είμαι]] τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῖ γε νὴ Δί', ὁ δὲ τοιχωρυχεῖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μεταχειρίζομαι]] τεχνάσματα για να διαπράξω [[κλοπή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 13 October 2022
Greek Monolingual
τοιχωρυχῶ, -έω, ΝΑ τοιχωρύχος
είμαι τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῖ γε νὴ Δί', ὁ δὲ τοιχωρυχεῖ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα για να διαπράξω κλοπή.