ὀξάλειος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξάλειος]], -ον (Α) [[οξαλίς]], -[[ίδος]]<br /><b>1.</b> όξινος, [[ξινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξάλεια</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εῑδος σύκων».
|mltxt=[[ὀξάλειος]], -ον (Α) [[οξαλίς]], -[[ίδος]]<br /><b>1.</b> όξινος, [[ξινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξάλεια</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εῖδος σύκων».
}}
}}

Revision as of 10:05, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξάλειος Medium diacritics: ὀξάλειος Low diacritics: οξάλειος Capitals: ΟΞΑΛΕΙΟΣ
Transliteration A: oxáleios Transliteration B: oxaleios Transliteration C: oksaleios Beta Code: o)ca/leios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, sourish, συκαῖ Apollod.Car.25.3.

German (Pape)

[Seite 351] und ὀξάλιος, säuerlich; eine Art Feigen, ὀξάλεια, Ath. III, 76 a aus Apollod. Caryst. und VLL., s. ὄξαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξάλειος: -ον, «ξινός», τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ ὀξαλείους χωρία συκᾶς φέρει, τοὐμὸν δὲ καὶ τὰς ἀμπέλους Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Προικιζομένῳ». - Καθ’ Ἡσύχ. «ὀξάλεια· εἶδος σύκων».

Greek Monolingual

ὀξάλειος, -ον (Α) οξαλίς, -ίδος
1. όξινος, ξινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια
(κατά τον Ησύχ.) «εῖδος σύκων».