Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει ρόδινο [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[επιδερμίδα]], [[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μολυβδό</i>-<i>χρως</i>].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει ρόδινο [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[επιδερμίδα]], [[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μολυβδό</i>-<i>χρως</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ωτος Ἀπό τό [[ρόδον]] + [[χρώς]]. Εἶναι συνώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[ρόδον]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 14 October 2022

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει ρόδινο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χρως (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μολυβδό-χρως].

Mantoulidis Etymological

-ωτος Ἀπό τό ρόδον + χρώς. Εἶναι συνώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ρόδον.