Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδόχρως

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει ρόδινο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χρως (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μολυβδόχρως].

Mantoulidis Etymological

-ωτος Ἀπό τό ρόδον + χρώς. Εἶναι συνώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ρόδον.