ἀκαταμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα».
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[invencible]] de seres superiores ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους, ἀκαταμαχήτους <b class="b3">os invoco a vosotros, sagrados, invencibles</b> P IV 1376 δεῦρό μοι, ὁ ἀ. δαίμων <b class="b3">ven junto a mí, demon invencible</b> P VII 963 de personas ἴνα ... ἀ. παραμένω, ἐγὼ ὁ δεῖνα <b class="b3">para que permanezca invencible yo, fulano</b> P XIII 1023
}}
}}

Revision as of 15:01, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταμάχητος Medium diacritics: ἀκαταμάχητος Low diacritics: ακαταμάχητος Capitals: ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akatamáchētos Transliteration B: akatamachētos Transliteration C: akatamachitos Beta Code: a)katama/xhtos

English (LSJ)

ον, unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.

Spanish (DGE)

-ον
invencible, inexpugnable ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX Sap.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.Schol.Pr.135.2, τεῖχος SEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
neutr. subst. τὸ ἀ. la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταμάχητος: непобедимый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμάχητος, -ον) καταμάχομαι
εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος
«ἀκαταμάχητα ὅπλα»
νεοελλ.
αυτός που δεν αντικρούεται
«ακαταμάχητα επιχειρήματα».

Léxico de magia

-ον invencible de seres superiores ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους, ἀκαταμαχήτους os invoco a vosotros, sagrados, invencibles P IV 1376 δεῦρό μοι, ὁ ἀ. δαίμων ven junto a mí, demon invencible P VII 963 de personas ἴνα ... ἀ. παραμένω, ἐγὼ ὁ δεῖνα para que permanezca invencible yo, fulano P XIII 1023