Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἱμόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμόω''': [[αἱματόω]], ἐξ οὗ ἔχομεν Ἰων. παθ. μετοχ. αἱμευμένα· ἐν Ἱππ. 1138C. κ. ὁ Δινδ. διορθοῖ αἱμοῦσα ἀντὶ αἱμάσσουσα ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 226. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύη αἱμώθη διὰ τοῦ ᾑματώθη.
|lstext='''αἱμόω''': [[αἱματόω]], ἐξ οὗ ἔχομεν Ἰων. παθ. μετοχ. αἱμευμένα· ἐν Ἱππ. 1138C. κ. ὁ Δινδ. διορθοῖ αἱμοῦσα ἀντὶ αἱμάσσουσα ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 226. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύη αἱμώθη διὰ τοῦ ᾑματώθη.
}}
{{pape
|ptext=Hipp., = [[αἱματόω]].
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμόω Medium diacritics: αἱμόω Low diacritics: αιμόω Capitals: ΑΙΜΟΩ
Transliteration A: haimóō Transliteration B: haimoō Transliteration C: aimoo Beta Code: ai(mo/w

English (LSJ)

= αἱματόω, in Pass., Hsch.

Spanish (DGE)

ensangrentar en v. pas., Hsch.s.u. αἱμώθη.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμόω: αἱματόω, ἐξ οὗ ἔχομεν Ἰων. παθ. μετοχ. αἱμευμένα· ἐν Ἱππ. 1138C. κ. ὁ Δινδ. διορθοῖ αἱμοῦσα ἀντὶ αἱμάσσουσα ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 226. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύη αἱμώθη διὰ τοῦ ᾑματώθη.

German (Pape)

Hipp., = αἱματόω.