φατέον: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φημί]], αυτό που πρέπει να ειπωθεί, σε Πλάτ. | |lsmtext='''φᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φημί]], αυτό που πρέπει να ειπωθεί, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Adj. verb. zu [[φημί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 24 November 2022
English (LSJ)
(φημί) one must say, Pl.Lg.864a, Sph.237e, Plb.2.21.8; one must call, εὐγενεῖς Jul.Or.2.83b: abs., one must say 'yes', assent, Pl.Phlb.40b, etc.
Russian (Dvoretsky)
φᾰτέον: adj. verb. к φημί.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φημί, ῥητέον, Πλάτ. ἐν Φιλήβῳ 40Β, Σοφιστ. 237Ε, κλπ.
Greek Monotonic
φᾰτέον: ρημ. επίθ. του φημί, αυτό που πρέπει να ειπωθεί, σε Πλάτ.
German (Pape)
Adj. verb. zu φημί.