Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρδάνιον: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρδάνιον''': τὸ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον, «τὸ δ’ [[ὄστρακον]] ἐκαλεῖτο [[ἀρδάνιον]]» Πολυδ. Η΄, 66, «[[κεράμιον]], [[γάστρα]], [[ὅθεν]] τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ [[αὐτοῦ]]» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀρδάνιον''': τὸ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον, «τὸ δ’ [[ὄστρακον]] ἐκαλεῖτο [[ἀρδάνιον]]» Πολυδ. Η΄, 66, «[[κεράμιον]], [[γάστρα]], [[ὅθεν]] τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ [[αὐτοῦ]]» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Wassergefäß]]</i>, Poll. 8.66; <i>B.A</i>. p. 441:<br><b class="num">a</b> zum [[Tränken]] des Viehes, Eust. 707.33.<br><b class="num">b</b> zum [[Besprengen]]; ἐτίθετο πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ ἐξιοῦσι, ἵνα περιρραίνωνται; es ist [[κεράμιον]]. Vgl. über den [[Gebrauch]] Eur. <i>Alc</i>. 99 ff.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρδάνιον Medium diacritics: ἀρδάνιον Low diacritics: αρδάνιον Capitals: ΑΡΔΑΝΙΟΝ
Transliteration A: ardánion Transliteration B: ardanion Transliteration C: ardanion Beta Code: a)rda/nion

English (LSJ)

τό, = ἀρδάλιον, Ael.Dion.Fr.66, Poll.8.66, AB441.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aguamanil Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., AB 441.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρδάνιον: τὸ, ἀγγεῖον κεράμειον, «τὸ δ’ ὄστρακον ἐκαλεῖτο ἀρδάνιον» Πολυδ. Η΄, 66, «κεράμιον, γάστρα, ὅθεν τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ αὐτοῦ» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

German (Pape)

τό, das Wassergefäß, Poll. 8.66; B.A. p. 441:
a zum Tränken des Viehes, Eust. 707.33.
b zum Besprengen; ἐτίθετο πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ ἐξιοῦσι, ἵνα περιρραίνωνται; es ist κεράμιον. Vgl. über den Gebrauch Eur. Alc. 99 ff.