λογχαῖος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=λογχαῖος, -αία, -ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή αυτός που κρατά [[λόγχη]].
|mltxt=λογχαῖος, -αία, -ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή αυτός που κρατά [[λόγχη]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit der [[Lanze]], durch die [[Lanze]]</i>, Suid.
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχαῖος Medium diacritics: λογχαῖος Low diacritics: λογχαίος Capitals: ΛΟΓΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lonchaîos Transliteration B: lonchaios Transliteration C: logchaios Beta Code: logxai=os

English (LSJ)

α, ον, (λόγχη A) of or with a spear, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λογχαῖος: -α, -ον, (λόγχη) ὁ μετὰ λόγχης, λογχίτης, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λογχαῖος, -αία, -ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή αυτός που κρατά λόγχη.

German (Pape)

mit der Lanze, durch die Lanze, Suid.