μενετέον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενετέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''μενετέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[μένω]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενετέον Medium diacritics: μενετέον Low diacritics: μενετέον Capitals: ΜΕΝΕΤΕΟΝ
Transliteration A: menetéon Transliteration B: meneteon Transliteration C: meneteon Beta Code: menete/on

English (LSJ)

(μένω) one must remain, Pl.R.328b, X.HG3.2.9, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μενετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μένω, δεῖ μένειν, Πλάτ. Πολ. 328Β, Ξεν., κτλ.· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 446. Ἴδε μενητέον.

Greek Monotonic

μενετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν.

German (Pape)

Adj. verb. zu μένω.