μενετέον: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μενετέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''μενετέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Adj. verb. zu [[μένω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
(μένω) one must remain, Pl.R.328b, X.HG3.2.9, etc.
Greek (Liddell-Scott)
μενετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μένω, δεῖ μένειν, Πλάτ. Πολ. 328Β, Ξεν., κτλ.· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 446. Ἴδε μενητέον.
Greek Monotonic
μενετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν.
German (Pape)
Adj. verb. zu μένω.