λιτήσιος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(6_17)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιτήσιος''': -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.
|lstext='''λιτήσιος''': -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιτήσιος]], -ον (Α) [[λιτή]]<br />αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>[[bittend]], [[flehend]]</i>, [[αὐχήν]], Nonn.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λιτήσιος: -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.

Greek Monolingual

λιτήσιος, -ον (Α) λιτή
αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.

German (Pape)

ον, bittend, flehend, αὐχήν, Nonn.