ὑδροδόχος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑδροδόκος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]] ή αυτός που συγκρατεί το [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑδροδόκοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λάκκοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[δόκος]], [[ξενοδόχος]]].
|mltxt=και [[ὑδροδόκος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]] ή αυτός που συγκρατεί το [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑδροδόκοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λάκκοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[δόκος]], [[ξενοδόχος]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Wasser]] [[aufnehmend]], [[haltend]]</i>; Sp., wie <i>Schol. Theocr</i>. 13.46; Nonn. und A.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροδόχος Medium diacritics: ὑδροδόχος Low diacritics: υδροδόχος Capitals: ΥΔΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: hydrodóchos Transliteration B: hydrodochos Transliteration C: ydrodochos Beta Code: u(drodo/xos

English (LSJ)

ον, containing water, φύσις ὑμενώδης ὑ., of the foetus, Theol.Ar.46.

Greek Monolingual

και ὑδροδόκος, -ον, ΜΑ
1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερό
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι
(κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο-δόκος, ξενοδόχος].

German (Pape)

Wasser aufnehmend, haltend; Sp., wie Schol. Theocr. 13.46; Nonn. und A.