εὐσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐσίδηρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει επικαλυφθεί καλά με σίδηρο. | |mltxt=[[εὐσίδηρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει επικαλυφθεί καλά με σίδηρο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>wohl mit [[Eisen]] [[versehen]], Schol. Hes. Sc</i>. 273. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, well-ironed, i.e. bound with iron, Sch.Hes.Sc.270.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσίδηρος: -ον, καλῶς δεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος διὰ σιδήρου, ἁμάξης... εὐσιδήρου Ἰω. Διάκ. εἰς Ἡσ. Ἀσπίδ. 237.
Greek Monolingual
εὐσίδηρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει επικαλυφθεί καλά με σίδηρο.