μισοΐδιος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισοΐδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴδιοι</i> «συγγενείς»]. | |mltxt=[[μισοΐδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴδιοι</i> «συγγενείς»]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], <i>die Seinigen [[hassend]]</i>, Procl. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῐδ], ον, hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.
Greek Monolingual
μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].
German (Pape)
[ῑ], die Seinigen hassend, Procl.