σκιρρίτης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(37)
 
m (pape replacement)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[τεχνίτης]] που κάνει επιχρίσεις με γύψο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>α</i> «σκληρή γη, γύψινη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[τεχνίτης]] που κάνει επιχρίσεις με γύψο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>α</i> «σκληρή γη, γύψινη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμ</i>-[[ίτης]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Gypsarbeiter]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. ποταμ-ίτης)].

German (Pape)

ὁ, Gypsarbeiter.