ἐμπλήμενος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(2)
m (pape replacement)
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπλήμενος:''' Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του [[ἐμπίπλημι]].
|lsmtext='''ἐμπλήμενος:''' Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμπλήμενος:''' part. aor. pass. к [[ἐμπίπλημι]].
|elrutext='''ἐμπλήμενος:''' part. aor. pass. к [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήμενος: part. aor. pass. к ἐμπίπλημι.

German (Pape)

s. ἐμπίπλημι.