συντήρησις: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντήρησις''': ἡ, [[διατήρησις]], εἰς μνήμης συντήρησιν Εὐμάθ. 445· τὰ μέγιστα πρὸς τὴν τῆς ὑγιείας συντήρησιν λυσιτελούσης Συμεὼν Σὴθ ἐν Bandin. Bibl. Med. τ. 1, σ. 264 ἐν τέλ. | |lstext='''συντήρησις''': ἡ, [[διατήρησις]], εἰς μνήμης συντήρησιν Εὐμάθ. 445· τὰ μέγιστα πρὸς τὴν τῆς ὑγιείας συντήρησιν λυσιτελούσης Συμεὼν Σὴθ ἐν Bandin. Bibl. Med. τ. 1, σ. 264 ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Bewachung]], [[Bewahrung]], [[Beobachtung]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, preservation, PTeb.725.9 (ii B.C.), BGU 1835.16 (i B.C.), 1Enoch 1.8, Gal.1.115; ἡ ἑαυτοῦ σ. Hierocl. p.33 A.
Greek (Liddell-Scott)
συντήρησις: ἡ, διατήρησις, εἰς μνήμης συντήρησιν Εὐμάθ. 445· τὰ μέγιστα πρὸς τὴν τῆς ὑγιείας συντήρησιν λυσιτελούσης Συμεὼν Σὴθ ἐν Bandin. Bibl. Med. τ. 1, σ. 264 ἐν τέλ.
German (Pape)
ἡ, Bewachung, Bewahrung, Beobachtung, Sp.