πεντόροβον: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6_22)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντόροβον''': τό, -όροβος, ἡ, [[φυτόν]] τι, ἀλλαχοῦ [[γλυκυσίδη]]. Διοσκ. 3. 157, Πλίν. 25. 10., 27. 60.
|lstext='''πεντόροβον''': τό, -όροβος, ἡ, [[φυτόν]] τι, ἀλλαχοῦ [[γλυκυσίδη]]. Διοσκ. 3. 157, Πλίν. 25. 10., 27. 60.
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[πεντόροβος]], Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 16:59, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

πεντόροβον: τό, -όροβος, ἡ, φυτόν τι, ἀλλαχοῦ γλυκυσίδη. Διοσκ. 3. 157, Πλίν. 25. 10., 27. 60.

German (Pape)

τό, = πεντόροβος, Diosc.