κυκνογενής: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκνογενής]], -ές (Μ)<br />(επίθ. της Ελένης) αυτός που [[είναι]] γεννημένος από κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>πυρι</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[κυκνογενής]], -ές (Μ)<br />(επίθ. της Ελένης) αυτός που [[είναι]] γεννημένος από κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[ευγενής]], [[πυριγενής]]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>vom [[Schwan]] [[erzeugt]]</i>, [[Helena]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κυκνογενής: -ές, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γεννηθεῖσα ἐκ πατρὸς κύκνου, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 24.

Greek Monolingual

κυκνογενής, -ές (Μ)
(επίθ. της Ελένης) αυτός που είναι γεννημένος από κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -γενής (< γένος), πρβλ. ευγενής, πυριγενής].

German (Pape)

ές, vom Schwan erzeugt, Helena, Sp.